- σάον
- σῶςsafe and soundmasc acc sg (doric)σῶςsafe and soundneut nom/voc/acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σάος — σᾱον, Α βλ. σῶς … Dictionary of Greek
ροδανός — I (Rhτne γαλλικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που εκβάλλει στον Κόλπο του Λέοντα (Μεσόγειος θάλασσα). Με τον ρου του (812 χλμ.) διασχίζει τη νότια Ελβετία και τη νοτιοανατολική Γαλλία και έχει λεκάνη απορροής 99.000 χλμ., από τα οποία 90.000… … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
Λουάρ — I (Loire, ελλ. Λίγηρας). Ποταμός (1.010 χλμ.) της κεντροδυτικής Γαλλίας, ο μεγαλύτερος της χώρας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Πηγάζει σε ύψος 1.425 μ. από το όρος Ζερμπιέ ντε Ζονκ (Κεντρικός Ορεινός Όγκος) και κατέρχεται με επικρατούσα… … Dictionary of Greek
Φρανς - Κοντέ — (Franche – Comté). Ιστορική περιοχή της Γαλλίας, που συμπίπτει με τον σημερινό νομό Άνω Σαόν, την περιοχή του Ντουμπ και αυτήν του Ιούρα. Στα χρόνια της φεουδαρχίας ανήκε στους Βουργούνδιους. Αργότερα έγινε τμήμα των κτίσεων του επισκόπου της… … Dictionary of Greek